- αερόλουτρο
- τοέκθεση του σώματος γυμνού στον ήλιο και τον αέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερόλουτρο — το Ιατρ. η έκθεση τού σώματος στην επίδραση τού εξωτερικού αέρα, χωρίς την άμεση επίδραση τής ηλιακής ακτινοβολίας, ενδεχομένως σε συνδυασμό με αναπνευστικές και σωματικές ασκήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air bath] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek